- δεκέμβολος
- δεκέμβολοςwith ten beaksmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκέμβολος — δεκέμβολος, ον (Α) 1. (για πολεμικά πλοία) αυτός που έχει δέκα έμβολα 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκέμβολον πλοίο με δέκα έμβολα … Dictionary of Greek
δεκέμβολον — δεκέμβολος with ten beaks masc/fem acc sg δεκέμβολος with ten beaks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek